- ἐντοίχιος
- ἐντοίχιοςon the wallsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντοίχιος — α, ο (Α ἐντοίχιος, ον) αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος στον τοίχο («εντοίχια ψηφιδωτά») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντοίχια επιγραφές τοίχων … Dictionary of Greek
ἐντοίχιον — ἐντοίχιος on the walls masc/fem acc sg ἐντοίχιος on the walls neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοίχια — ἐντοίχιος on the walls neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοίχιοι — ἐντοίχιος on the walls masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)